- υποστροφή
- η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω]1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμόςνεοελλ.1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής πρύμνης του στον άνεμο έτσι ώστε στη συνέχεια να εκτελεί ουριοδρομία, κν. πόντζα λα μπάντα2. η ιδιότητα ενός αυτοκινήτου, όταν αυτό κινείται σε μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα, να τείνει το πρόσθιο τμήμα του να βγει προς το εξωτερικό τής στροφής3. φρ. α) «υποστροφή μήτρας»ιατρ. το σύνολο τών μεταβολών τής μήτρας μετά τον τοκετό μέχρι την επάνοδό της στη φυσιολογική κατάστασηβ) «γεροντική υποστροφή»ιατρ. το σύνολο τών μεταβολών που προκαλεί στον οργανισμό το γήραςαρχ.1. (ρητ.) α) επάνοδος σε ένα θέμα μετά από διακοπήβ) είδος παρέκβασης σε λόγο2. γραμμ. αναβιβασμός τόνου3. φρ. «ἐξ ὑποστροφῆς»α) στρ. με αντεπίθεση (Πολ.)β) με γύρισμα, με στροφή στον καμπτήρα τού σταδίου (Σοφ.)γ) αντεπιστρέφοντας, στέλνοντας πίσω.
Dictionary of Greek. 2013.